-
1 πολυ-ΐδρεια
πολυ-ΐδρεια, ἡ, vieles Wissen, große Kunde, Klugheit; πάντ' ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσιν, Od. 2, 346, vgl. 23, 77.
-
2 ταμία
ταμία, ἡ, ep. u. ion. ταμίη, die Wirthschafterinn, Schaffnerinn, Ausgeberinn; oft bei Hom., ἣ πάντ' ἐφύλασσε, Od. 2, 345; auch γυνὴ ταμίη, Il. 6, 390; sie heißt als Achtung fordernde αἰδοίη, setzt den Fremden Speise vor u. besorgt ihr Bad; vgl. Xen. Oec. 9, 10. 11.
См. также в других словарях:
πολυϊδρεία — ἡ, Α [πολύϊδρις] (ποιητ. τ.) 1. γνώση πολλών πραγμάτων, πολυπειρία*. πολυμάθεια 2. μεγάλη σύνεση («ἥ πάντ ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσι», 0μ.0δ.) … Dictionary of Greek
ταμία — και επικ. και ιων. τ. ταμίη, ἡ, Α γυναίκα που έχει την οικονομική διαχείριση τού σπιτιού, η οικονόμος τού σπιτιού («γυνὴ ταμίη..., ἣ πάντ ἐφύλασσε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταμίας] … Dictionary of Greek